ερευγμός

ερευγμός
ο отрыжка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ερευγμός" в других словарях:

  • ἐρευγμός — eructation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερευγμός — ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [ερεύγομαι (I)] η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο …   Dictionary of Greek

  • ἐρευγμοί — ἐρευγμός eructation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγμοῦ — ἐρευγμός eructation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγμούς — ἐρευγμός eructation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγμῶν — ἐρευγμός eructation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγμόν — ἐρευγμός eructation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρευγμα — ἔρευγμα και ἔρυγμα, τὸ (Α) [ερεύγομαι (I)] 1. ερευγμός*, ρέψιμο, ιδίως για φαγητό που επιφέρει εμετό 2. στον πληθ. τὰ ἐρεύγματα τα πολυτελή εδέσματα (Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

  • έρευξις — ἔρευξις, ἡ (Α) [ερεύγομαι (I)] βλ. ερευγμός …   Dictionary of Greek

  • έρυγμα — ἔρυγμα, τὸ (Α) [ερεύγομαι (I)] βλ. ερευγμός …   Dictionary of Greek

  • ερεχμός — ἐρεχμός, ὁ (Α) διαφορ. τ. αντί ερευγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού ερεγμός*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»